ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΕ ΨΥΧΗ, BLOG ΧΩΡΙΣ ΣΩΨΥΧΑ. ΟΣΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΕΔΩ ΣΤΕΛΝΕΙΣ ΓΝΩΜΕΣ/ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟ SOUL. INTERACTION ΔΕΝ ΗΘΕΛΕΣ;

Thursday, November 02, 2006

Γκαζμέντ Καπλάνι

Το φάντασμα της ελευθερίας

Στο «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» (Λιβάνης) ο δημοσιογράφος Γκαζμέντ Καπλάνι γράφει για τη ζωή του. Αλλά και για τη ζωή μιας παρέας συμπατριωτών του, που μαζί έζησαν τις έξι πρώτες μέρες στην Ελλάδα. Το βιβλίο του θα μπορούσε να ονομάζεται και «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο». Χωρίς υπερβολή.


Τον Ιανουάριο του 1991 το «Παιδί του σεξ» ήρθε στην Ελλάδα γιατί στην Αλβανία δεν υπήρχαν τόσο μαγικά σαμπουάν που θα του έφερναν ένα τάγμα κοριτσιών στο κρεβάτι του. Ένας άλλος, ο Τζεμάλ, ήρθε στην Ελλάδα με μαυρισμένη καρδιά, όταν το κορίτσι του, η Άλμα, εξορίστηκε σαν εχθρός της πατρίδας, στην αλβανική ενδοχώρα. Ο Τζεμάλ είχε πάθος με τα αυτοκίνητα, αλλά το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα το μόνο που είχε να του προσφέρει ήταν μια θέση οδηγού σε όχημα εκκενώσεως βόθρων. Δύο άλλοι Αλβανοί, επίσης οδηγοί, θεωρούσαν την Ελλάδα μονάχα προσωρινό σταθμό τους. Ονειρεύονταν το Βερολίνο, αφού εκεί θα γίνονταν «ανάρπαστοι», μεταφέροντας εμπορεύματα από τη Γερμανία στο Ιράκ. Αυτούς γνώρισε κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του στην Ελλάδα ο Γκαζμέντ Καπλάνι, «λαθρομετανάστης» κι ο ίδιος, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων, των οποίων οι κάμερες κατέγραφαν τα επεισόδια των ημερών του πρώτου μεταναστευτικού κύματος από την Αλβανία.
Με αυτούς τους ανθρώπους ο Καπλάνι μοιράστηκε το ψωμί του συσσιτίου, τα βρόμικα στρώματα του στρατοπέδου υποδοχής κοντά στην Ηγουμενίτσα, τις πρώτες βόλτες στη «μαγευτική Δύση», που τόσο ονειρεύονταν να γίνουν μέρος της και να καταναλώσουν. Οι πρώτες έξι μέρες του Γκαζμέντ και των φίλων του μοιάζουν με μικρή οδύσσεια. Από την πρώτη κιόλας στιγμή οι αυταπάτες που έτρεφαν για την καινούργια τους ζωή καταρρακώνονται από το κρύο, την πείνα, την καχυποψία των ντόπιων και τη σκληρή αστυνόμευση. Η Δύση, όπως την ονειρεύτηκαν με πρώτη ύλη τηλεοπτικές εικόνες και διαφημιστικά σποτ, που στα κρυφά και με κίνδυνο ζωής χάζευαν από τις οθόνες τους στην Αλβανία, αποδείχτηκε πολύ πιο κακοτράχαλη, ανηλεής και σκληρόκαρδη από ό,τι την περιέγραφε και ο πιο αντιδραστικός οπαδός-καθοδηγητής του αλβανικού καθεστώτος. Αυτές τις δύσκολες μέρες της «κατάκτησης» της Δύσης, ο Καπλάνι και οι φίλοι του προσπαθούν να τις διασκεδάσουν, να τις ξορκίσουν και να τις απαλύνουν ανταλλάσσοντας ιστορίες από την παρανοϊκή και κωμικοτραγική σχεδόν ζωή τους στη χώρα που εγκατέλειψαν. Η «σοσιαλιστική» Αλβανία, όπως περιγράφεται στο βιβλίο από τα χείλη τους, έχει όλα τα highlights μιας ταινίας θρίλερ με στοιχεία γκροτέσκ, μια χώρα-ζουρλομανδύας. Το χιούμορ είναι το μόνο που τους δίνει κουράγιο όταν η πρώτη επαφή και το μέλλον τους στην Ελλάδα κάθε άλλο παρά παρηγορητικά και αισιόδοξα δείχνουν. Ο παράδεισος που φαντασιώθηκαν έκρυβε μιζέρια. Ο Καπλάνι δεν μπορεί πλέον να αποφασίσει ποιος είναι σκληρότερος: ο χαφιές θείος του στη Λούσνια, που κατέγραφε στο μπλοκάκι όλους όσοι δεν επεδείκνυαν τη σωστή σοσιαλιστική συμπεριφορά προς τον Εμβέρ Χότζα, ή ο έλληνας τηλεπαρουσιαστής του δελτίου, ο οποίος κάνει λόγο για συμμορίες Αλβανών που ληστεύουν και σκοτώνουν, τρομοκρατώντας την ύπαιθρο;
Ο συγγραφέας μιλά παράλληλα για τη φυγή, την ενοχή, τον έρωτα, τη συνύπαρξη, τις προσδοκίες που γεννά η αναζήτηση μιας καινούργιας πατρίδας. Καταγράφει τους πόθους, τα θέλω, τις διαψεύσεις, την «ασθένεια των συνόρων». Ασθένεια που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διαγνωσμένων ψυχικών διαταραχών, άσχετα αν τα συμπτώματά της τις περισσότερες φορές δεν απέχουν από αυτά της νεύρωσης: φοβίες, διαρκής αίσθηση τράνζιτ, ένα ιδιότυπο vertigo που σε στροβιλίζει ανάμεσα στο εδώ και το εκεί. Η «ασθένεια των συνόρων» θα μπορούσε να ονομάζεται και «ασθένεια του μεγάλου πουθενά».
Αυτοβιογραφικός; Εννοείται, και δεν το κρύβει. Όμως, ο συγγραφέας δεκαπέντε χρόνια μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα βρίσκει την ευκαιρία όχι μόνο να ξορκίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά και να συνοψίσει όσα του έμαθε η ζωή στην καινούργια του πατρίδα. Το «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» είναι ένας οδηγός επιβίωσης, μια ψυχαναλυτική ματιά κι ένα εγχειρίδιο συναισθηματικής προσέγγισης για τον άλλον, τον «ξένο», το «λαθρομετανάστη».


Ήρθες στην Ελλάδα για να βρεις γη κι ελευθερία, μια καινούργια πατρίδα ή μια ζωή πιο υποφερτή; Και δεκαπέντε χρόνια μετά, τι βρήκες αλλά και τι ψάχνεις;

Κατ’αρχήν να σας πολύ σύντομα ότι το βιβλίο μου δεν είναι εντελώς αυτοβιογραφικό. Υπάρχουν βέβαια πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έτσι κι αλλιώς πιστεύω ότι στην λογοτεχνία δεν αφηγούμαστε πάρα την ζωή μας, την πραγματική και την άλλη, την απραγματοποίητη. Το βιβλίο δεν είναι εντελώς αυτοβιογραφικό, γιατί κατά την γραφή του, από ένα σημείο και πέρα, οι ήρωές μου εξεγέρθηκαν και άρχισαν να με παρασύρουν σε άγνωστα μονοπάτια. Τέχνη σημαίνει ακριβώς αυτό: να αφήσεις τους ίδιους τους δικούς σου ήρωες να σε παρασύρουν και εσύ να τους ακολουθήσεις. Αυτό έκανα και εγώ ή προσπάθησα να το κάνω τέλος πάντων. Κατά τα άλλα οι ήρωές μου και κατά συνέπεια και εγώ ο ίδιος, δεν φεύγουν για να πάνε κάπου. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουν καν που πηγαίνουν. Η φυγή για αυτούς είναι αυτοσκοπός. Θέλουν να σπάσουν αυτό το τρομακτικό ταμπού που λέγεται σύνορα. Έχουν ζήσει περικυκλωμένοι από τρομακτικά σύνορα που τους είχαν πετάξει έξω από τον χρόνο και τον χώρο. Από εκεί και πέρα, νόμιζαν ότι μόλις περάσουν τα σύνορα τα πάντα θα ήταν εύκολα. Ότι στην άλλη πλευρά των συνόρων, στην Δύση, ο χρόνος και ο χώρος είναι αλλιώς, οι άνθρωποι είναι αλλιώς. Από την λαχτάρα των ηρώων του βιβλίου να περάσουν τα σύνορα του τρόμου και ο τρόπος που φαντάζονται τον κόσμο-πέρα-από-τα-σύνορα προκύπτει όλη η τραγωδία και η κωμωδία που συνοδεύει την πορεία τους.
Τώρα, όσον αφορά εμένα προσωπικά, αυτή τη στιγμή εγώ ψάχνω μια καλή ιδέα για το επόμενο βιβλίο. Συχνά με ρωτούν: τελικά άξιζε το ταξίδι σου πέρα από τα σύνορα; Και απαντώ: απολύτως ναι. Ήταν ένα δύσκολο ταξίδι. Συχνά, ακόμα και τώρα, νιώθω ότι περπατώ στη κόψη του ξυραφιού, πως παίζω το παρόν και το μέλλον μου κορώνα-γράμματα. Το ταξίδι της ξενιτιάς μοιάζει με τη ρώσικη ρουλέτα. Ειδικά όταν είσαι Αλβανός στην Ελλάδα, χρειάζεσαι ένα τεράστιο γερό στομάχι, ξερό κεφάλι και πολλή, πάρα πολλή τύχη. Κι εμένα φαίνεται πως με ήθελε ο «τζόγος» της ξενιτιάς. Γι’αυτό όταν με ρωτούν πως εάν γύριζε πίσω ο χρόνος θα ξανάκανα το ίδιο ταξίδι απαντώ πάλι: απολύτως ναι. Δεν ξέρω όμως εάν το ίδιο ισχύει για όλους τους μετανάστες που έκαναν αυτό το ταξίδι…

Τι είναι σκληρότερο για ένα μετανάστη; Το ελληνικό γραφειοκρατικό αλισβερίσι για την άδεια παραμονής ή η αίσθησή του πως η Ελλάδα δεν έχει ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θέλει από αυτόν;

Το σκληρότερο πράγμα για έναν μετανάστη είναι να τον καθηλώσεις αιωνίως στην θέση του ξένου. Να φροντίζεις, από την τηλεόραση, τις ουρές της άδειας παραμονής εώς τις «εξακριβώσεις στοιχείων» των αστυνομικών στον δρόμο να του θυμίζεις, κάθε στιγμή, κάθε φορά, ότι δεν ανήκει εδώ. Ότι δεν μπορεί να γίνει ποτέ «συγκάτοικος». Αυτό δημιουργεί μια φοβερή νεύρωση στον μετανάστη. Τον γεμίζει φόβο, μιζέρια και μνησικακία μαζί. Γιατί στην ουσία ο μετανάστης έχει κάνει μια δύσκολη επιλογή: έχει αρνηθεί την πατρίδα όπου γεννήθηκε για μια άλλη πατρίδα, εκείνη που μεταναστεύει. Και, δυστυχώς, το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο τους μετανάστες της πρώτης γενιάς. Αφορά ακόμα περισσότερα τους μετανάστες της δεύτερης γενιάς. Παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα και για το ελληνικό κράτος δεν υπάρχουν. Δεν γράφονται στα δημοτολόγια, δεν τους δίνεται καν ένα πιστοποιητικό γεννήσεως. Τους λένε: «να πάτε να πάρετε πιστοποιητικό γεννήσεως από την χώρα των γονέων σας». Δηλαδή ένα παιδί γεννιέται στην Ελλάδα και το ελληνικό κράτος του ζητά να πάρει πιστοποιητικό γεννήσεως από την Νιγηρία, τις Φιλιππίνες, τη Ρωσία ή την Αλβανία. Ούτε ο Ιονέσκο στο δικό του θέατρο του παραλόγου δεν μπορεί να το συλλάβει αυτό… Αυτά τα παιδιά, που γεννιούνται στην Ελλάδα, δεν έχουν άλλη πατρίδα εκτός από την Ελλάδα. Τις περισσότερες φορές δεν μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική. Εκπαιδεύονται στα ελληνικά σχολεία, μεγαλώνουν ως Έλληνες, θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες και ξαφνικά όταν γίνονται 18 χρονών μαθαίνουν από τους υπαλλήλους των Δήμων ότι το ελληνικό κράτος τα θεωρεί ξένα. Σαν να έχουν έρθει μόλις χθες…
Έχει αναρωτηθεί κανείς πως νιώθει ένα τέτοιο παιδί; Και σε 4-5 χρόνια αυτά τα παιδιά δεν είναι θα είναι μερικές χιλιάδες αλλά δεκάδες χιλιάδες. Σε δέκα χρόνια ακόμα περισσότερα. Επομένως πρέπει να το συζητήσουμε το θέμα γιατί είναι πολύ σοβαρό. Δεν είναι μόνο θέμα ανθρωπιάς. Είναι καίριο θέμα και από την λύση που θα δοθεί θα κριθεί και το παιχνίδι της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Θα κριθεί και η αυριανή μορφή της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά τα παιδιά, εάν συνεχιστεί η ίδια πολιτική με σήμερα, πιθανόν να βλέπουν με εχθρότητα και καχυποψία μια πατρίδα που θεωρούν δική τους, η οποία όμως τους απαρνείται και τους εξοστρακίζει. Γι’αυτό υπάρχει η ανάγκη, εκτός των άλλων, να επαναπροσδιορίσουμε το τι σημαίνει Έλληνας εν έτη 2006. Να σκεφτούμε ξανά την έννοια ενός δημοκρατικού, ανοιχτού έθνους. Με λίγα λόγια, να περάσουμε από το «δίκαιο του αίματος» στο «δίκαιο του εδάφους». Και αυτό πρέπει να γίνει γρήγορα. Προς όφελος της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει να γίνει γρήγορα, πριν γκετοποιηθούν οι μετανάστες και δούμε σκηνές α λά Λονδίνο της δεκαετίας του ’70 ή Παρίσι του 2005…

Το «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» μοιάζει με road movie, με την περιπέτεια του δρόμου να διακόπτεται από κεφάλαια όπου αναλύεται ο ψυχισμός, η κουλτούρα και τα μεταναστευτικά σύνδρομα. Γιατί επιλέξατε ως αφηγηματικό τρόπο αυτό το «50-50»;

Πρώτα από όλα γιατί μου αρέσει να πρωτοτυπήσω. Αν και η προσπάθεια να πρωτοτυπήσεις ενέχει πάντα τον κίνδυνο να κάνεις μια τρύπα στο νερό. Αυτό συμβαίνει όταν η πρωτοτυπία δεν στηρίζεται από το περιεχόμενο ας πούμε. Κατ’αρχήν ήθελα να δώσω στον αναγνώστη την ελευθερία να παίζει με το βιβλίο. Να το διαβάσει όπως θέλει. Στην αρχή το μυθοπλαστικό και μετά το «στοχαστικό» μέρος. Με την διπλή αφηγηματική δομή ήταν σαν να δώσω στον αναγνώστη ένα λογοτεχνικό τηλεκοντρόλ και να τον βάλω να κάνει ζάπινγκ σε δυο παράλληλα αφηγηματικά κανάλια που πραγματεύονται με διαφορετικό τρόπο το ίδιο θέμα. Έτσι και αλλιώς ζούμε στην εποχή του ζάπινγκ και της αποσπασματικότητας και οι λογοτέχνες πρέπει να το πάρουν υπόψη αυτό. Για να πω την αλήθεια φοβόμουν πάρα πολύ εάν θα «πιάσει» αυτή η δομή και πραγματικά χάρηκα που οι περισσότεροι αναγνώστες την είδαν θετικά. Ίσως γιατί μέσω της εναλλαγής των αφηγήσεων επιτυγχάνεται περισσότερα αυτό που εσείς είπατε: το road movie. Η αίσθηση του ταξιδιού, του ρυθμού, της «μουσικής» που συνοδεύει ένα ταξίδι.
Από την άλλη πλευρά σημαντικό ρόλο στην επιλογή έπαιξε αυτά που ήθελα να πω. Ξέρετε εγώ δεν έγραψα απλώς ένα βιβλίο για τους Αλβανούς μετανάστες. Πιστεύω ότι ένα καλή λογοτεχνία είναι αυτή που δύσκολα επιδέχεται ταμπέλες γιατί στην ουσία, ανεξαρτήτως από το θέμα που πραγματεύεται, είναι πάνω από όλα μια παραβολή της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο βιβλίο μου εγώ ήθελα να γράψω για τον ίδιο τον μετανάστη, διαχρονικά. Γι’αυτό και το μυθοπλαστικό μέρος έχει να κάνει περισσότερα με το ατομικό ενώ το «στοχαστικό» με το συλλογικό. Το μυθοπλαστικό μέρος καταπιάνεται με το πρόσκαιρο ενώ το «στοχαστικό» με το διαχρονικό…

Αρκεί το χιούμορ και ο σαρκασμός για να θεραπεύσουν τα τραύματα που προκάλεσε το ανελέητο κομουνιστικό καθεστώς στον ψυχισμό σχεδόν όλου του λαού σας;

Το χιούμορ είναι η τέχνη της μετάδοσης των ακραίων καταστάσεων. Το χιούμορ επίσης είναι η τέχνη της επιβίωσης γι’αυτούς που περνούν από τέτοιες καταστάσεις. Εάν δεν διαθέτεις χιούμορ τότε το πιθανότερο είναι να πέσεις σε κατάθλιψη, να συντριβείς. Με χιούμορ δεν εννοώ «αστεία πράγματα». Για μένα γνήσιο χιούμορ είναι αυτό που ενέχει πάντα το στοιχείο της αυτοειρωνίας, του αυτοσαρκασμού. Το χιούμορ σου επιτρέπει να καθιστάς την αφήγησή σου, όσο ξεχωριστή και αν είναι, μια παραβολή της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Να μη χάσεις από τα μάτια σου αυτό το ατελές κωμικοτραγικό ον που λέγεται άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι το χιούμορ το εχθρεύονται θανάσιμα όλα τα αυταρχικά συστήματα. Οι θρησκείες δεν διαθέτουν χιούμορ. Ο Θεός δεν γελά, δυστυχώς. Ή έτσι λένε τουλάχιστον. Οι εθνικιστές επίσης δεν διαθέτουν χιούμορ. Έχετε δει εσείς κάποιο χαμογελαστό άγαλμα του Σκεντέρμπει ή του Μεγαλέξανδρου; Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα μισούν το χιούμορ. Το μισούν πολύ. Είναι εντελώς αγέλαστα καθεστώτα. Εγώ μεγάλωσα μέσα σε ένα τέτοιο, πετρωμένο, αγέλαστο καθεστώς. Γι’αυτό ίσως και ως αντίδραση ανέπτυξα την αίσθηση του χιούμορ. Από εκεί και πέρα το χιούμορ μπορεί να βοηθήσει στην αυτογνωσία αλλά όσον αφορά τα τραύματα που προκάλεσε ο ολοκληρωτισμός στον ψυχισμό των Αλβανών, ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός…

Γυρνάτε στην Αλβανία; Πώς είναι να συναντάς παλιούς φίλους που έμειναν εκεί, αλλά και πρώην καθεστωτικούς, που κυριολεκτικά σας μαύριζαν την ψυχή;

Ναι, γυρνάω κάθε τόσο. Η γενιά μου είναι η γενιάς της φυγής. Δεν ξέρω εάν υπάρχει κανείς που δεν έχει μεταναστεύσει ή δεν έχει αποπειραθεί να περάσει τα σύνορα, να μεταναστεύσει. Οι περισσότεροι παλιοί μου φίλοι έχουν μεταναστεύσει. Ποιος στην Αγγλία, ποιος στην Ιταλία, ποιος στην Γερμανία, ποιος στην Αμερική. Τώρα η αληθινή μας πατρίδα είναι συνήθως το ιντέρνετ. Εκεί συναντιόμαστε τις περισσότερες φορές και γράφουμε τις συνέχειες της ζωής μας…
Όσο για τους καθεστωτικούς, τον προσωπικό μου χαφιέ τον έχω συναντήσει εδώ στην Αθήνα. Μετανάστης και αυτός. Προσποιήθηκε ότι δεν με ξέρει. Δεν είχα δύναμη ούτε να του κρατήσω κακία… Βέβαια πολλοί άλλοι καθεστωτικοί δεν έχασαν ποτέ την εξουσία. Απλώς έβγαλαν τα ρούχα του ορκισμένου κομμουνιστή και έβαλαν εκείνα του άγριου καπιταλιστή. Παλιοί Γραμματείς του Κόμματος έγιναν ξαφνικά επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Κάποιος από αυτούς έχει ανοίξει μια ιστοσελίδα σήμερα και δίνει συμβουλές στον κόσμο πώς να γίνουν εκατομμυριούχοι. Αυτός ο τύπος λοιπόν κάποτε έλεγχε τις κεραίες για λογαριασμό του Κόμματος μήπως και παρεκλείνουν από τις κομματικές οδηγίες. Τώρα αυτοί οι τύποι χτίζουν τον καπιταλισμό με τον ίδιο τρόπο που έχτισαν και τον σοσιαλισμό. Απλώς αντικατέστησαν την λέξη Κόμμα με την λέξη μπίζνα. Πολύ σωστά ένας φίλος μου έγραψε ότι περάσαμε από την «δικτατορία του προλεταριάτου» στη «δικτατορία της μπίζνας» και η δεύτερη διοικείται σχεδόν από τα ίδια πρόσωπα που διοικούσαν την πρώτη.

Καταγράφετε ιστορίες μεταναστών από ολόκληρο τον κόσμο στη στήλη σας στην «Athens Voice». Διαφέρουν ο Αλβανός από τον Αφρικανό και ο Πακιστανός από το Μαροκινό; Ή μήπως το μεταναστευτικό σύνδρομο είναι ίδιο για όλους;

Οι μετανάστες διαφέρουν. Η ιστορία του καθενός από αυτούς αποτελεί ένα διαφορετικό μυθιστόρημα θα έλεγα. Ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, κουβαλούν διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικές νοοτροπίες. Διαφέρουν και την ίδια στιγμή έχουν πάρα πολλά κοινά πράγματα. Πρώτα από όλα τους ενώνει το «σύνδρομο των συνόρων». Η λαχτάρα τους να περάσουν τα σύνορα, να βελτιώσουν την ζωή τους, να πάνε κάπου όπου θα μπορέσουν οι ίδιοι να καθορίζουν το μέλλον τους, να ριζώσουν. Αυτό που τους ενώνει επίσης είναι το απίστευτο πείσμα τους να τα καταφέρουν. Είναι κάτι που κάθε φορά με συγκλονίζει αν και o ίδιος είμαι μετανάστης…

Τι απέγινε τελικά το «παιδί του σεξ»; Ερωτεύτηκε; Τον ερωτεύτηκαν; Επικοινωνείτε ή χάσατε επαφή;

Καθώς σας είπα στην αρχή οι ήρωές μου από ένα σημείο και πέρα ξέφυγαν από τον έλεγχό μου. Το «παιδί του σεξ» το ψάχνω. Το ψάχνω στους δρόμους της Αθήνας. Το ψάχνω και μέσα μου. Και εάν τον βρω σημαίνει πως έχω βρει μια καλή ιδέα για το δεύτερο βιβλίο μου…

0 Comments:

Post a Comment

<< Home